- πενθημιαρτάβη
- πενθημῐ-αρτάβη [τᾰ], ἡ,A two and a half ἀρτάβαι, PCair.Zen.376.4 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθημιαρτάβη — ἡ, Α δυόμισυ αρτάβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμι + ἀρτάβη] … Dictionary of Greek
πενθημιαρτάβιον — το, Α [πενθημιαρτάβη] δυόμισυ αρτάβες, πενθημιαρτάβη* … Dictionary of Greek